φροντίδα

φροντίδα
η / φροντίς, -ίδος, ΝΜΑ
1. μέριμνα (α. «έχει αναλάβει τη φροντίδα τού σπιτιού» β. «ἀλλ' οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ' ὡς τέκνων ἔχω», Ευρ.)
2. ενδιαφέρον, έγνοια
3. ανησυχία, αγωνία, σκοτούρα (α. «έχει πολλές φροντίδες» β. «καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. πνεύμα, νους («τὸ γὰρ τὴν φροντίδ' ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῑν γλυκύ», Σοφ.)
2. επιθυμία, πόθος («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας
τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός», Πίνδ.)
3. σκέψη, συλλογισμός («πολλὰς... ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. φρον- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής λ. φρήν, φρενός (βλ. λ. φρην) και εμφανίζει κατάλ. -ις, -ίδος και δυσερμήνευτο οδοντικό -τ-. Κατά μία άποψη, το -τ- ανήκει στο επίθημα -τις (πρβλ. πίσ-τις, φά-τις), ενώ κατ' άλλη άποψη, η λ. φροντίς έχει προέλθει με ανομοιωτική αποβολή τού -ρ- από έναν αμάρτυρο τ. *φροντρίς, θηλ. ενός *φροντήρ «αυτός που σκέπτεται, που φροντίζει». Τέλος, έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι πρόκειται για υποχωρητ. παρ. τού ρ. φροντίζω, το οποίο, σύμφωνα με την άποψη αυτή, έχει σχηματιστεί από το θ. φρονκατά το σχήμα ἐρατίζω: ἐρατός: ἔραμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φροντίδα — η 1. η απασχόληση με κάτι, η μέριμνα, η σκέψη. 2. ενεργό ενδιαφέρον, έγνοια, σκοτούρα, πονοκεφάλιασμα: Και το χιλιάκριβο πιοτό που διώχνει τις φροντίδες (Κ. Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φροντίδα — φροντίς thought fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντίδ' — φροντίδα , φροντίς thought fem acc sg φροντίδι , φροντίς thought fem dat sg φροντίδε , φροντίς thought fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”